- ἀσταγής
- ἀστᾰγής, ές,A not trickling, ἀ. κρύσταλλος hard-frozen ice, dub. l. in S.Fr.149.4 (prob. εὐπαγῆ).II not merely trickling, i.e. gushing, in a stream, A.R.3.805, Nic.Th.307.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασταγής — ἀσταγής, ές (Α) 1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος») 2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταγής < στάζω] … Dictionary of Greek
ἀσταγές — ἀσταγής not trickling masc/fem voc sg ἀσταγής not trickling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσταγέος — ἀσταγής not trickling masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)